τονωτική

τονωτική
τονωτικός
bracing
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βελονισμός — Αρχαιότατη θεραπευτική μέθοδος, η οποία χρησιμοποιείται στην ιατρική των Κινέζων από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Στην Ευρώπη την εισήγαγαν τον 18ο αι. ιησουίτες ιεραπόστολοι. Εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στην Άπω Ανατολή, όπου έχει τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • στυπτικός — ή, ό / στυπτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και στυφτικός, ή, ό, Ν [στύφω] αυτός που επιφέρει συστολή νεοελλ. (φαρμ.) (για ουσία) αυτός που συστέλλει ισχυρά τον στοματικό βλεννογόνο, όπως είναι η στυπτηρία, τα διαλυτά άλατα τού μολύβδου, τού ψευδαργύρου, τού… …   Dictionary of Greek

  • ακόνιζα — Πολυετής πόα, γνωστή με την επιστημονική ονομασία κόνιζα το ελένιο. Ανήκει στην οικογένεια των συνθέτων. Η α. φτάνει σε ύψος το 1,5 μ. και ανθίζει την άνοιξη. Τα φύλλα της είναι λογχοειδή, πράσινα στην πάνω επιφάνεια και χνουδωτά στην κάτω. Το… …   Dictionary of Greek

  • αλστρεμερία — (alstroemeria).Γένος ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των αμαρυλλιδών, ιθαγενών της Νότιας Αμερικής. Έχουν ρίζες κονδυλώδεις που τρώγονται, πλούσιες σε άμυλο. Ο βλαστός τους είναι λεπτός και μερικές φορές έρπει στο έδαφος. Τα άνθη τους… …   Dictionary of Greek

  • δατισκίνη — Κρυσταλλικός γλυκοζίτης, του τύπου C27H30O15, που εξάγεται από τα φύλλα και τη ρίζα του φυτού δατίσκη η καννάβινος. Σε καθαρή κατάσταση σχηματίζει άχρωμες κρυσταλλικές βελόνες που έχουν πικρή γεύση και είναι ευδιάλυτες στο οινόπνευμα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”